- καύστας
- καύστᾱς , καύστηςone that burnsmasc acc plκαύστᾱς , καύστηςone that burnsmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καυστάς — καυστά̱ς , καυστός burnt fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καύστης — καύστης, δωρ. τ. καύστας, ό (ΑΜ) [καίω] 1. αυτός που φλέγει, που καίει 2. αυτός που τήκει, που λειώνει κάτι («χωνευτάς, καύστας, χαλκέας, μεταλλευτάς», Πρόκλ.) 3. θερμαστής καμινιού, καμινοκαύστης … Dictionary of Greek